ἁλίτυρος

ἁλίτυρος
ἁλί-τῡρος, ,
A salted cheese, v.l. in AP9.412 (Phld.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλίτυρος — ἁλίτυρος, ο (Α) αλατισμένο τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τυρός «τυρί»] …   Dictionary of Greek

  • ἁλίτυρος — ἁλίτῡρος , ἁλίτυρος salted cheese masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • ἁλιτύρῳ — ἁλιτύ̱ρῳ , ἁλίτυρος salted cheese masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”